λιποστρατίου

λιποστρατίου
λιποστράτιον
desertion from the army
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιποστράτιος — α, ο (Α λιποστράτιος, ία, ον) [λιπόστρατος] το θηλ. ως ουσ. η λιποστρατία η εγκατάλειψη τού στρατού, η λιποταξία αρχ. το ουδ. ως ουσ. το λιποστράτιον η λιποστρατία, η λιποταξία 2. φρ. «λιποστρατίου δίκη» ή «λιποστρατίου γραφή» αγωγή και δίκη… …   Dictionary of Greek

  • λιποτάξιον — λιποτάξιον, τὸ (Α) [λιποτάκτης] 1. λιποταξία 2. φρ. «λιποταξίου ή (λιποστρατίου) γραφή» καταγγελία εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”